Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Οδός Καβάφη στην Αλεξάνδρεια.


Η Αλεξάνδρεια, η πόλη που ενέπνευσε τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον τιμά και πάλι.
Έτσι, στις 10 Φεβρουαρίου, θα πραγματοποιηθεί με κάθε επισημότητα η μετονομασία του δρόμου μπροστά από το σπίτι του ποιητή στην Αλεξάνδρεια, από οδό Σαρμ Ελ Σέιχ, σε οδό Κ. Καβάφη.

Την ίδια ημέρα, θα διαβαστούν έργα του μεγάλου ποιητή, στο σπίτι όπου έζησε, από μαθητές και φοιτητές, στα ελληνικά και τα αραβικά, ενώ ο διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού παραρτήματος Αλεξανδρείας Μανόλης Μαραγκούλης θα ξεναγήσει τους παρισταμένους στο σπίτι του Καβάφη.
(Του ανταποκριτή μας Ν. Κάτσικα/ΑΠΕ - ΜΠΕ)
Την είδηση διαβάσαμε σε όλες τις e-εφημερίδες αλλά κάνουμε αναφορά στο Νίκο Κάτσικα, γιατί είναι παλιός μας μαθητής και γιατί να το κρύψουμε ... καμαρώνουμε γι' αυτόν.

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Έλληνας γεννιέσαι ΚΑΙ γίνεσαι

Με αφορμή το μεταναστευτικό νομοσχέδιο για την πολιτογράφηση των μεταναστών δεύτερης γενιάς και τη συζήτηση που προκάλεσε, αντιγράφουμε σχετικά αποσπάσματα από την Ελευθεροτυπία και το Βήμα (17-1-2010) . Το άρθρο της Ελευθεροτυπίας περιγράφει τις ιστορίες δύο μεταναστών, ενώ αυτό του Βήματος περισσότερο θεωρητικό ("Πολιτογράφηση και πολιτισμική ενσωμάτωση των μεταναστών" ) προσπαθεί να αναδείξει τη σχέση ανάμεσα στην ιδιότητα του πολίτη και στην κοινότητα μνήμης και εμπειρίας.

"Ο 30χρονος Νταριέλ Σίνα είναι απόφοιτος της Νομικής Αθηνών. Στην ίδια σχολή έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αμέσως μετά συμμετείχε σε πρόγραμμα «Εράσμους» στη Γερμανία και φέτος ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Δημόσιο Δίκαιο. Μέχρι πριν από δύο μήνες πηγαινοερχόταν Αθήνα-Τίρανα. Τώρα εγκαταστάθηκε στην Αλβανία. Διδάσκει στη Νομική Σχολή Τιράνων ως λέκτορας καθηγητής. «Είναι για μένα μία λαμπρή σταδιοδρομία σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου δεν είχα το δικαίωμα εγγραφής στο δικηγορικό σύλλογο και ως εκ τούτου επαγγελματικά δικαιώματα».

"Οταν ο Ντένις Βούκα αποφοίτησε με άριστα από το παιδαγωγικό της Φιλοσοφικής Σχολής, δεν ήξερε τι τον περίμενε: «Ισως θα έπρεπε να το είχα ψάξει περισσότερο. Ημουν αφελής. Γνώριζα ότι χωρίς την ελληνική ιθαγένεια δεν μπορούσα να πάω στην αστυνομία, σε στρατιωτικές σχολές και να διδάξω σε δημόσιο σχολείο. Αλλά δεν πίστευα ότι θα πάω στη Φιλοσοφική Σχολή, σε ένα κατεξοχήν φιλελεύθερο πεδίο επιστημών, το οποίο δεν διακρίνει τους ανθρώπους σε όμοιους και ανόμοιους, σε ανώτερους και κατώτερους και στη συνέχεια δεν θα μπορούσα να εργαστώ με τη μόνη δικαιολογία ότι είμαι ξένος. Δεν το φανταζόμουν».

Πολιτογράφηση και πολιτισμική ενσωμάτωση των μεταναστών

Κοινότητα μνήμης
και κοινότητα πολιτών


Στην πρώτη, η ιδιότητα του πολίτη ή καλύτερα η κοινότητα των πολιτών απαιτεί επίσης μια κοινότητα βιωμένων ή αποκτημένων μέσω της εκπαίδευσης εμπειριών. Κάθε κοινότητα για να γίνει βιώσιμη χρειάζεται να αποκτήσει ένα ελάχιστο κοινό απόθεμα αναφορών. Αναγνώριση συμβολισμών, στοιχειώδεις κοινές γνώσεις, αποδοχή μιας βασικής δεοντολογίας, κάποιες κοινές στάσεις. Διαφορετικά πρόκειται για κοινότητες που απλώς συμβιώνουν στον ίδιο χώρο. Συμβίωση με εύθραυστη ανοχή στην καλύτερη περίπτωση, με αμοιβαία καχυποψία που μπορεί εύκολα να γίνει ανοιχτή εχθρότητα στη χειρότερη, χωρίς αλληλεγγύη σε κάθε περίπτωση. Ιστορικά, ο ρόλος των εθνικών κρατών, φορές συμμετοχικά, φορές αυταρχικά, ήταν να δημιουργήσουν από ανομοιογενή πληθυσμό ένα λαό. Ετσι δημιουργήθηκε και η σύγχρονη Ελλάδα, μέσα από μια διαδικασία που δεν έληξε τον 19ο αι., αλλά συνεχίστηκε και μετά το 1922, και στα μεταπολεμικά χρόνια.
Γιατί όμως είναι απαραίτητη η προοπτική τού να γίνει κανείς πολίτης προκειμένου να αποκτηθεί ένα κοινό απόθεμα ιστορικών και μνημονικών αναφορών; Πρώτο, γιατί τα κίνητρα για να γνωρίσουμε το παρελθόν και οι αντιλήψεις μας γι΄ αυτό προϋποθέτουν κάποιες προσδοκίες για το μέλλον. Αν το μέλλον είναι σκοτεινό, επισφαλές, επικίνδυνο, τότε τις εικόνες, τις αντιλήψεις και τα συναισθήματα για το παρελθόν τις κατακλύζουν αισθήματα ματαιότητας, αντίδρασης, εκδίκησης και μηδενισμού. Αν στρέφουμε τα νώτα μας στο μέλλον, βλέπουμε το παρελθόν ως περιχαράκωση της ταυτότητάς μας, με αμυντικά ανακλαστικά. Οταν όμως βλέπουμε το μέλλον ως κοινό μέλλον με κάποια αισιοδοξία, το παρελθόν μας το σκεπτόμαστε ως ανοικτό, επικοινωνήσιμο και μεταφράσιμο αφήγημα. Εξάλλου, αν ο άλλος δεν σε σέβεται και δεν υπάρχει ελπίδα να σε αναγνωρίσει ως ισότιμο, γιατί να σεβαστείς και να εκτιμήσεις την ιστορία και τον πολιτισμό του; Αν ο άλλος δεν σου αναγνωρίζει τις δικές σου εμπειρίες, αν δεν εκτιμά τη γλώσσα, την κουλτούρα σου, αν αγνοεί την ιστορία σου, τότε γιατί εσύ θα εκτιμήσεις τη δική του; Αυτά επιτάσσουν το ελάχιστο δικαιοσύνης και συμμετοχής που είναι απαραίτητα για τη συμβίωση.

Η αναγνώριση του διαφορετικού


Είναι ασφαλώς επιθυμητό όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα, για να αποκτήσουν επικοινωνία και για να ζήσουν μια καλή ζωή, να μοιράζονται ένα ελάχιστο γλωσσικής ικανότητας, κοινών διανοητικών και συναισθηματικών αναφορών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ιδρύσουμε θεσμούς διά βίου εκπαίδευσης ανοιχτούς, προσιτούς στους μετανάστες. Αλλά προϋποθέτει ευρύτερα μια πολιτισμική στάση που διακρίνεται από αμοιβαιότητα, αλληλοαναγνώριση. Χρειάζεται η ικανότητα και η θέληση να εντάξουμε στον ιστορικό και πολιτισμικό μας ορίζοντα όχι μόνο τη δυνατότητα της ανάγνωσης και της αναγνώρισης του διαφορετικού, αλλά και να μπορούμε να μεταφράζουμε τις δικές μας εμπειρίες στους κώδικες των άλλων και τις δικές τους ιστορίες στους δικούς μας κώδικες. Εξυπακού εται χωρίς πλέγματα υπεροχής ή μειονεξίας, απαλλαγμένοι από αντιλήψεις για ανώτερους και υποδεέστερους πολιτισμούς.
Αν θέλουμε να είμαστε ταυτόχρονα ρεαλιστές και ανθρωπιστές, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους μετανάστες που θα πολιτογραφηθούν και σε όλους εμάς τους υπόλοιπους, από την άποψη της ιστορικής συνείδησης και κουλτούρας, είναι ότι γι΄ αυτούς, ακόμα κι αν γεννήθηκαν εδώ, το τραύμα τού πώς έφυγαν από τις χώρες τους, κάτω από ποιες συνθήκες ήλθαν και επιβίωσαν ή εξακολουθούν να επιβιώνουν εδώ, είναι πρόσφατο, βιωματικό, επαναλαμβανόμενο. Αντίθετα σε εμάς τα μεγάλα συλλογικά τραύματα, του εμφυλίου και της προσφυγιάς, είναι πίσω από αρκετές δεκαετίες που ζήσαμε ειρηνικά και με σχετική άνεση.

Τι είδους κοινωνία επιδιώκουμε

Δεν πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο ότι τα γεγονότα της δικής μας ιστορίας και τα στοιχεία της κουλτούρας μας αποκτούν το ίδιο νόημα όταν μεταβιβάζονται σε ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, γλωσσική και θρησκευτική παιδεία και διαφορετικά βιώματα. Αν άρουμε το αυτονόητο, θα εγκαταλείψουμε τον υπεροπτικό διδακτισμό. Ακόμη περισσότερο θα αναρωτηθούμε για τη νοηματοδότηση της ιστορίας, της εμπειρίας και του πολιτισμού μας όχι μόνο απέναντι στους ξένους που θα πολιτογραφηθούν, αλλά επίσης και ανάμεσα στις διαφορετικές ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν την ελληνική κοινωνία, που δεν είναι καθόλου ενιαία όπως τη φαντάζεται ο επίσημος λόγος. Θα γίνουμε ενδεχομένως ικανοί να δούμε ότι το παρελθόν δεν είναι η αποστεωμένη και απολιθωμένη αποτύπωσή του στα μουσεία και στα βιβλία, αλλά μια ζωντανή κουλτούρα που πάλλεται καθώς διασταυρώνεται με τις εμπειρίες, τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις ελπίδες του σώματος των πολιτών στο οποίο μετέχουμε, μέσα στις συγκεκριμένες πραγματικότητες που ζούμε. Οι προκλήσεις του σήμερα είναι μια ευκαιρία για σκεφτούμε πού θέλουμε να πάμε, τι είδους κοινωνία επιδιώκουμε. Να σκεφτούμε το παρελθόν με αφετηρία το μέλλον, κι όχι το μέλλον δεσμευμένοι από το παρελθόν.

Συμπερασματικά, για να δημιουργηθεί πολιτισμική κοινότητα χρειάζεται ισοπολιτεία και, κατά συνέπεια, συνείδηση πολίτη. Η συνείδηση του πολίτη και η ιστορική συνείδηση είναι χρησιμότερες από την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Γιατί η εθνική ταυτότητα είναι παγιωμένη και κλειστή. Αντίθετα, η συνείδηση του πολίτη είναι ανοιχτή και δημιουργική και η ιστορική συνείδηση στοχαστική και ερευνητική. Το ζήτημα δεν είναι να απεμπολήσουμε την εθνική ταυτότητα, αλλά να την εντάξουμε
στη συνείδηση του πολίτη, να την αναστοχαστούμε σε ένα περιβάλλον που αλλάζει και μεταβάλλεται. Να δώσουμε στα παιδιά μας τα εφόδια να ζήσουν δημιουργικά και χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις με τη σύγχρονη, ευέλικτη και ευρύχωρη πολλαπλή ταυτότητα που εκ των πραγμάτων αποκτούν.

Αντώνης Λίακος
καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών