Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

«Η γλώσσα μάς δόθηκε για να της φερόμαστε ερωτικά μέσω της ποίησης. Έρωτας με κανόνες δεν γίνεται».

Ο Έκτωρ Κακναβάτος, από τους τελευταίους της γενιάς των υπερρεαλιστών ποιητών και από τους σπουδαιότερους Ελληνες τεχνίτες του ποιητικού λόγου, «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία ενενήντα ετών. «Ο ποιητής είναι το υποκείμενο ενός παραληρήματος που εκπορεύεται από την αναντιστοιχία πραγματικότητας και γλώσσας»
«Ο ποιητικός λόγος ρευματοδοτεί πυρήνες συναισθημάτων, που είναι φορείς δόνησης της ψυχονοητικής μας στρωμάτωσης», ήταν το διαχρονικό πιστεύω του Έκτορα Κακναβάτου
«Η ποίηση δεν ήταν ποτέ ούτε είναι και σήμερα στους μοχλούς που παράγουν και κινούν τα φαινόμενα επιφανείας, αλλά στους μοχλούς των επεξεργασιών βάθους».
Η φράση από τα «Βραχέα και μακρά», με θέσεις του γύρω από την ποίηση, εκφράζει ακριβώς αυτό που ο ίδιος έκανε, «στους μοχλούς των επεξεργασιών βάθους», από το 1943, μεσούσης της Κατοχής, οπότε εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Fuga». O Κακναβάτος δεν οπισθοχώρησε ποτέ από τις αρχές του υπερρεαλισμού που εισήγαγε στην Ελλάδα ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ακολούθησαν ο Εγγονόπουλος, η Μάτση Χατζηλαζάρου, ο Νάνος Βαλαωρίτης κ.ά. Αντιθέτως έφτασε στα άκρα την αυτόματη γραφή, ζωντανεύοντάς τη με στοιχεία από την επιστήμη των μαθηματικών και τη θεωρία του χάους.

Γεννημένος το 1920 στον Πειραιά, ο Εκτωρ Κακναβάτος δούλεψε στην ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς λόγω των πολιτικών του φρονημάτων ήταν αποκλεισμένος από το Δημόσιο। Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εξορίστηκε στην Ικαρία και τη Μακρόνησο.

Οι πρώτες έντεκα συλλογές του, ανάμεσά τους οι «Fuga», «Διασπορά», «Η κλίμακα του λίθου», «Διήγηση», «Οδός Λαιστρυγόνων», «Τα μαχαίρια της Κίρκης», «Κιβώτιο ταχυτήτων», κυκλοφορούν σε δύο συγκεντρωτικούς τόμους από την «Αγρα», απ’ όπου εκδόθηκαν και οι επόμενες συλλογές, καθώς και τα δοκιμιακά «Βραχέα και μακρά»। Η πολιτεία δεν τίμησε ποτέ τον Κακναβάτο για το σύνολο του έργου του, παρά μόνο με το β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1983.


Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο
Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τελείωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες।

Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.


Φωνή μου ράτσα υψικάμινου
Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις~ φτύσ' τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
1967
(πηγή: enet.gr και ethnos.gr)


2 σχόλια:

  1. Α, Ειρήνη, σιγά μη χάσεις τα αντανακλαστικά σου!
    Χρειαζότανε αυτή η ανάρτηση, πολύ σ' ευχαριστούμε.
    Για μένα ( ντροπή μου, αλλά...) είναι αποκάλυψη το "Φωνή μου ράτσα υψικάμινου", που δεν το ήξερα και νιώθω να έχει πολύ αίμα στις φλέβες του.
    Καλή συνέχεια ( Σου λέω και το πιστεύω:-) )

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Διονύση,
    δεν έχεις ακούσει ότι πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι;
    Όσο για τον Κακναβάτο...του "χρωστούσα" να γράψω κάτι γι' αυτόν από πέρυσι που ετοιμάζαμε μια έκθεση βιβλίου - λόγω γρίπης δεν έγινε ποτέ - με θέμα τα Μαθηματικά και την ποίηση. Τότε τον "γνώρισα" περισσότερο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή